Ο Άνθρωπός μας στην Κολωνία

 

 

Thomas Greuel

 

Ο Βασιλιάς είναι νεκρός, ζήτω ο Βασιλιάς

 

Αν περπατήσει κανείς στην Κολωνία αυτές τις μέρες θα ανακαλύψει ένα πρωτόγνωρο σημάδι. Ευχαριστημένοι και σχεδόν ευτυχισμένοι άνθρωποι παντού. Ευτυχισμένοι άνθρωποι στη Γερμανία; Τον παγκόσμιο πρωταθλητή της δυσαρέσκειας, το παροιμιώδες αντίθετο του "ars vivendi" ή του "joie de vivre";

Εντάξει, ένας ξένος που επισκέπτεται τη χώρα δύσκολα θα μπορέσει να ανακαλύψει κάποια διαφορά. Είναι μία από αυτές τις αδιόρατες αλλαγές που μπορούν να αντιληφθούν μόνο οι ντόπιοι ή αυτοί που γνωρίζουν πολύ καλά τη γερμανική κουλτούρα. Οι ξένοι θα δουν τους ίδιους σκυθρωπούς Γερμανούς που είναι αγενείς, πάντα βιαστικοί και δεν κάνουν καν τον κόπο να ζητήσουν συγγνώμη όταν σε πατάνε καθώς περπατάνε στους μεγάλους δρόμους οποιασδήποτε γερμανικής πόλης. Ωστόσο, οι Γερμανοί θα δουν κάτι άλλο. Θα δουν μια χώρα ευδιάθετη, που αδημονεί για το κοντινό μέλλον, που προσμένει και σχεδόν έχει αποκτήσει όρεξη για τη ζωή. Έστω και ελάχιστα.

Λοιπόν, τι έχει συμβεί ώστε εμείς οι Krauts να είμαστε για πρώτη φορά τόσο ευτυχισμένοι; Κερδίσαμε όλοι το Εθνικό Λαχείο; Όχι ακριβώς. Πήραμε το παγκόσμιο πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο; Δυστυχώς, όχι. Μήπως ο Μάικλ Σουμάχερ κέρδισε τη Φόρμουλα 1; Όχι ακόμη. Η απάντηση είναι πολύ πιο απλή, λιγότερο εξωφρενική, αλλά προκαλεί έκπληξη. Στη Γερμανία μόλις έγιναν εκλογές και άλλαξε η κυβέρνηση.

Ακούγοντας διάφορες συνομιλίες αυτές τις μέρες, θα ακούσεις κάποιον τυχαία να λέει: "Η νέα κυβέρνηση θα το διορθώσει." Και παρόλο που αυτές οι δηλώσεις εμπεριέχουν προηγούμενες εμπειρίες και άρα σαρκασμό, μπορείς να δεις μια ελάχιστη, σίγουρα αντιληπτή και οπωσδήποτε παράλογη, ελπίδα ότι πραγματικά κάποια πράγματα θα διορθωθούν. Η δήλωση αυτή είναι παράλογη με την έννοια ότι οι πρώτες εντολές της δημοκρατίας διατυπώνονται κάπως έτσι:

Μια χώρα αντιπροσωπεύεται από την κυβέρνησή της και η κυβέρνηση αποτελείται από τους αντιπροσώπους της. Συνεπώς, χωρίς να παραποιήσουμε στο ελάχιστο τα λόγια του JFK, πρέπει να σκεφτούμε όχι τι προτίθενται να κάνουν οι πολιτικοί μας για μας, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να τους ευχαριστήσουμε. Όταν σου ζητείται να κάνεις κάτι για την πατρίδα σου, συνήθως είναι κάτι δυσάρεστο, όπως να πληρώσεις περισσότερους φόρους ή ακόμη να πολεμήσεις και συνεκδοχικά να πεθάνεις σε πολέμους που δεν τους ζήτησε ποτέ ο λαός. Άρα, πόσο αφελείς είμαστε;

Ωστόσο, αυτή η συζήτηση είναι ανώφελη και το ξέρετε, όπως το ξέρουμε και εμείς. Δεν έχει καμιά σημασία αν η κυβέρνηση κάτω από την οποία ζεις είναι εκλεγμένη ή ήρθε στην επιφάνεια υπό άλλες συνθήκες. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο. Υπάρχει μια τάση στους εκλεγμένους πολιτικούς να πιστεύουν ότι είναι εκλεκτοί, εκλεκτοί όχι μόνο με την πολιτική έννοια του, αλλά με έναν σχεδόν θεϊκό τρόπο. Μετά από κάποιο διάστημα που αναλαμβάνουν ως πολιτικοί, μοιάζουν να πιστεύουν ότι μόνο ο Θεός βρίσκεται πάνω από αυτούς. Αυτή μοιάζει να είναι η αντίληψη που τελικά έχει αποκτήσει ο συνασπισμός Χριστιανών - Φιλελευθέρων. Και έτσι ψηφίσαμε κατά τους. Όχι βέβαια ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι καλύτερη, αλλά πιστεύουμε ότι θα τους πάρει λίγο χρόνο μέχρι να ανακαλύψουν τη θεϊκότητά τους.

Μέχρι τότε θα συνεχίζουμε να ελπίζουμε για το καλύτερο και να περιμένουμε το χειρότερο. Μπορεί κιόλας να το σκεφτούμε να ζητούμε συγγνώμη, όταν πατάμε κάποιον καθώς περπατάμε στους μεγάλους δρόμους οποιασδήποτε γερμανικής πόλης. Παρόλα αυτά είμαστε σοβαρά παρεξηγημένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Η προφανής αγένεια που απορρέει από την έλλειψη της δέουσας συγγνώμης σίγουρα δεν είναι σημάδι έλλειψης τρόπων. Είναι σημάδι τέλειας ικανότητας. Οι Γερμανοί υποθέτουν ότι και το να πατάς κάποιον και το να σε πατά κάποιος δεν γίνεται ούτε από πρόθεση ούτε προκαλεί κάποιο δυσάρεστο αίσθημα. Από τη στιγμή που και ο δράστης και το θύμα τα αποδέχονται αυτά, δεν υπάρχει λόγος να χάνεται χρόνος σε μακροσκελείς και περιττές εξηγήσεις. Αφήστε όμως να επιστρέψω στο θέμα και να σας κουράσω με κάποια γεγονότα για τις εκλογές. Μετά από δέκα έξι συναπτά έτη, ο Καγκελάριος Helmut Kohl, οι Χριστιανοδημοκράτες του και ο συνεργάτης τους το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν ξαναεκλέχτηκαν. Στη θέση τους, επικεφαλείς μπήκαν οι Σοσιαλδημοκράτες και το Πράσινο Κόμμα, ενώ ο Gerhard Schroder θα είναι ο επόμενος Καγκελάριος. Οι ειδήσεις αυτές είναι ελάχιστα συναρπαστικές και δεν μοιάζουν να δικαιολογούν τη γενική ευφορία. Στο κάτω κάτω της γραφής, οι δημοκρατίες πρέπει να αλλάζουν. Και κάπου κάπου μια πολιτική αλλαγή είναι σαφώς επιθυμητή. Οι Ιταλοί το κάνουν σχεδόν κάθε χρόνο και οι Ιρλανδοί αλλάζουν την κυβέρνησή τους ανάλογα με το πόσο καλά τα πήγε. Για τη Γερμανία, ωστόσο, αυτό είναι μια πρωτοπορία. Αυτή είναι η πρώτη φορά στη σύντομη ιστορία της δημοκρατίας τους που θα σχηματιστεί μια άλλη κυβέρνηση. Μέχρι τώρα, σε όλες τις εκλογές συνέβησαν αλλαγές εντός του συνασπισμού, με το ένα κόμμα να αντικαθιστά το άλλο, του ίδιου συνασπισμού. Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για πρώτη φορά και οι δύο συνεργάτες δεν είναι πλέον επικεφαλείς και αντικαταστάθηκαν από δύο κόμματα από τον αντίθετο συνασπισμό. Για πρώτη φορά είναι μια γνήσια αλλαγή πολιτικής και καθεστώτος.

Τι έκανε όμως ο τωρινός Καγκελάριος Helmut Kohl; Τίποτα. Ωστόσο, ο Helmut Kohl είναι ένας από εκείνους τους ηγέτες που τους τιμούν και τους εκτιμούν περισσότερο στο εξωτερικό, παρά στην ίδια τους τη χώρα. Σίγουρα εκτιμούμε τις έντονες προσπάθειές του να φτιάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη αν το θέλουμε ή όχι. Οπωσδήποτε, εκτιμούμε το ίδιο την συνεισφορά του στην πτώση του Τοίχους και στην επανένωση των δύο Γερμανιών, αν και κατά διαστήματα καταριόμαστε τις συνέπειες. Αλλά, πέρα από όλα αυτά, υπάρχει κάτι πιο σημαντικό. Τα τελευταία χρόνια μετά την επανένωση, η ανεργία σημείωσε αξιοσημείωτη άνοδο. Η κοινωνική πρόνοια παίζει ένα σημαντικό ρόλο στα προγράμματα της περίθαλψης και της δωρεάν φροντίδας της υγείας. Όλες αυτές οι υπηρεσίες έγιναν πολύ ακριβές και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να χρηματοδοτηθούν. Υπήρξε ένα τέλμα στην πολιτική, μια έλλειψη απαραίτητων αλλαγών. Η αιτία για αυτό βασίζεται κατά ένα μέρος στους δύο συνασπισμούς του Κοινοβουλίου. Καθοδηγούμενοι και οι δύο από τα δύο μεγάλα αντίπαλα κόμματα, μπλόκαραν το ένα το άλλο και φοβήθηκαν να κάνουν συμβιβασμούς ακόμη και να επιτύχουν. Έτσι, δεν λήφθηκε καμιά από τις καθοριστικές για το μέλλον αποφάσεις. Αυτά όλα άλλαξαν με την πλειοψηφία των Σοσιαλδημοκρατών. Παρόλο που ο νέος συνασπισμός δεν ανέλαβε ακόμη τα καθήκοντά του, πρότεινε ήδη αξιοσημείωτες αλλαγές. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα αφού το Πράσινο Κόμμα είναι εντελώς ανάποδο. Ήδη έχει προβάλλει την αξίωση να προτείνει ένα γενικό όριο ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, κάτι τόσο απίστευτο και τρομακτικό (αν και λογικό) για τους Γερμανούς όσο ο έλεγχος της οπλοφορίας (αν και λογικός) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιδέα ότι οι Γερμανοί δεν θα είναι πλέον ελεύθεροι να τρέχουν με 250 χλμ/ώρα (150 μίλια/ώρα) στους αυτοκινητόδρομούς τους προκαλεί φρίκη και απαγορεύει το θεϊκό προνόμιό τους να τρέχουν. Μερικοί από εμάς ίσως να το δουν και ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι άγνωστο αν έχει κληθεί η Διεθνής Αμνηστία να ερευνήσει σχετικά με τους πολεμιστές της ασφάλτου, ωστόσο δεν είναι και απίθανο να προσπαθήσει να επικοινωνήσει κάποιος μαζί τους. Σε τελευταία ανάλυση, ποιος θα αγοράσει τα υπέροχα αυτοκίνητά μας, αν δεν είναι πλέον διαθέσιμη η τεράστια εθνική μας πίστα; Και από πού θα προέλθουν οι μελλοντικοί πρωταθλητές της Φόρμουλα 1, αν δεν έχουν την ευκαιρία να εξασκηθούν;

Το ίδιο επαναστατική είναι η σκέψη και μιας "οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης" η οποία θα αυξήσει σημαντικά την τιμή των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος, ούτως ώστε να ενθαρρύνει τους κατασκευαστές να φτιάξουν αυτοκίνητα που καταναλώνουν λιγότερη βενζίνη, προκαλώντας έτσι λιγότερη μόλυνση. Σε τελευταία ανάλυση, μπορείτε να φανταστείτε ότι αγοράζετε ένα γερμανικό αυτοκίνητο που μπορεί να κάνει 100 χιλιόμετρα (60 μίλια) με τρία λίτρα καυσίμου, αλλά που δεν μπορεί να πάει γρηγορότερα από 100 χλμ/ώρα (60 μίλια/ώρα);

Υπάρχει, λοιπόν, μεγάλη αβεβαιότητα στο δρόμο της νέας κυβέρνησης. Η επικέντρωσή τους στο περιβάλλον, η αποφασιστικότητά τους να κλείσουν όλα τα πυρηνικά εργοστάσια και να ανεβάσουν την τιμή της βενζίνης στα 5 DM (US$ 3) το λίτρο είναι τρομακτικές. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που η πολιτική δεν είναι η απελπισμένη προσπάθεια να ενωθούν τα δύο άκρα, αλλά είναι πραγματικά μια προσπάθεια να διαμορφωθεί αξιοσημείωτα το μέλλον.

Τελικά, η αίσθηση της ελπιδοφόρας προσδοκίας δεν θα κρατήσει. Σε λίγους μήνες θα είμαστε το ίδιο δυσαρεστημένοι με την κυβέρνησή μας όσο και οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Η κυβέρνησή μας θα έχει τις ίδιες διαφωνίες, θα αυξήσει τους φόρους μας, θα μας ζητήσει να κάνουμε κάτι για την πατρίδα μας και θα ενδώσει σε σκάνδαλα κάθε είδους και μεγέθους. Τουλάχιστον, δεν θα χρειαστεί να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας, όταν πατάμε τους άλλους στους μεγάλους δρόμους των βροχερών πόλεών μας.

Thomas Greuel greuel@geocities.com