Σκόρπιος

του

Βασίλη Αυξεντίου

 

Στην επιφάνεια...του Μητς τα μάτια ήταν κολλημένα πάνω σ' αυτό που κρατούσε.

Τρεμούλιασε για λίγο αναποφάσιστος, διστακτικός.

Κάτω στα έγκατα του Αδη...ο Σατανάς έτριξε τις μασέλες του. Κλοτσοπάτησε μπρος-πίσω στη σκοτεινή σχισμάδα. Ήταν η πιό βαθιά και πυρωμένη ανάμεσα στο θειαφιστήρι και στη μπόχα του βασιλείου του. Η σκεβρωμένη μούρη του σε μιά στιγμή πρίστηκε. Φλούδες από το ξερό αθάνατο πετσί του σφεντονίστκαν σαν πετροβόλημα στη σαβούρα που τον περιτριγύριζε.

Φούσκωσε ξαφνικά τα ρουθούνια και κοίταξε λοξά και ψηλά. Χασκογέλασε, φρούμασε, γρύλισε και ξεφύσηξε αφρούς. Σήκωσε τα λερά-κιτρινωπά χέρια του.

"Ζητώ και εκλιπαρώ γιά τις παιδικές σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση. Τα ζωηρά κυνήγια μαγισσών, γιά 'κείνα τα δυό εξαίσια κι? αστραφτερά μανιτάρια, εκεί στην πέρα Ανατολή. Aξέχαστες μέρες, Ε! λακέδες μου;"

Tελευταία άρχισε να νοιώθει κάτι σφυροκοπήματα αγαλλίασης, καλοκαρδίας και περιλάλητης χαράς. Ανέβαινε πάνω στη γη κατά διαστήματα και κατασκόπευε το Μητς και άλλους θνητούς. Ανακατεύτηκε με όχλους, αναμίχθηκε σε παρέες και κρυφάκουγε παντού μήπως κι έβρισκε τη πηγή αυτών των νοσηρών καταστάσεων, ωστόσο, γρήγορα εκνευριζόταν με την φλυαρία των ανθρώπων και τη δύσπιστη νοοτροπία που έτρεφαν περί Καλού και Κακού. Αντί να ?ναι οργισμένοι, εξαγριωμένοι, τους βρήκε τώρα τελευταία να είναι αφοσιωμένοι στις μαγνητοφωνημένες διαλέξεις του Feynman, στις τηλεοπτικές επαναλήψεις του Sagan, και σε κάποιον κοσμολόγο Hawking.

?Φτού!?

Δεν έφταναν οι αμέτρητοι αιώνες βασάνων και σφετερισμών; Τόση μοχθηρία και έχθρα να πάνε στο βρόντο; Προσδοκούσε αποκλειστικά τις πιό ποταπές παραφορές και τυφλό άχτι να ξεσπάσουν. Αντ? αυτού...Σημασία δε τούδιναν.

"Η αδράνεια φταίει!"

"Μα το ραχατλίκι είναι τοργαστήρι του Οξάποδα," σούρισε ένα φλογατόματο δαιμόνιο.

"Ιδού!" σφύρίξε αποδοκιμαστικά ο Γαϊδουρονύχης. "Εδώ σκοντάφτει το δίκαιο του Σκότους!"

Η αδράνεια αποδυνάμωνε, ξεδόντιαζε, ακόμη και τη δική του εχθροπάθεια σε σημείο που αυτή κατέληγε σε απλή απρόσφορη προσβολή. Την κουρέλιαζε σαν τη ραγισμένη κρούστα της τσουρουφλισμένης πελατείας του.

"Η μπίζνα δε πάει κατά διαόλου," μούγκρισε, κ? ένας ασχημομούρης κοντά του κροτάλισε την ουρά του χορευτικά.

Όλα τα γλοιώδη τριγύρω του γιουχάισαν και πλάνταξαν, αφόδευσαν και τους τρέχανε τα σάλια εκεί κάτω στο καμίνι, βαθιά στα Τάρταρα.

"Μα έτσι δεν πρέπει να? ναι;" ξεφώνισε ένα ψωραλέο διαβολάκι μέσα απο την βουλιαγμένη στη λάσπη γαλαρία.

Από τις καταβόθρες--άχνα δεν έβγαινε ...

Εκείνος μελάνιασε. Xτίκιασε, κόμποι πετάχτηκαν στο πετσί του. Και άφησε ένα πηχτό, πράσινο πίδακα καταπάνω στο μαθητευόμενό του, να τον περιλούσει.

"Εδώ, ποτέ δε λέμε ?πρέπει?... ?

***

Τσαντισμένος ο Σατανάς ανέβηκε πάλι στην επιφάνια για να επέμβει σε ξένες υποθέσεις και να βρεί άκρη.

Σκάγαν τα τζιτζίκια στο μεσαυγουστιάτικο λιοπύρι. Ξεσπούσαν σαν βόλια στα κοντινά γαϊδουράγκαθα και πεύκα. Σωριάζονταν στη πυρωμένη σκόνη θρύψαλα. Οι σαύρες τόβαζαν στα πόδια. Κρυβόνταν στο πέρασμά του. Ένα καλοκαιρινό ρουμπινένιο ανισόπτερο πέρασε σαν αστραπή και βούτηξε σχεδόν κατακόρυφα στο δρόμο του. Τινάχθηκε μετά ψηλά και εξαφανίστηκε. Ένα σύνεφο από πεταλούδες με χρώμα αχνό γαλάζιο σκόρπισε από χρυσαφένιες, γυαλιστερές και λείες κούρνιες και θρόισε πάνω απ? τα κέρατά του. Έγινε ένα με τον μπλάβο ουρανό.

Ο Σατανάς εμφανίστικε κοντά στην εξώθυρα του Σκότους Ήταν ένα αμμουδερό άπλωμα που κατέφευγαν οι γυμνιστές στο Αιγαίο και που λεγόταν Eσπέρα Νήσος. Η ακρογιαλιά εκτεινόταν τόσο ομαλή όσο κανείς μπορούσε να φανταστεί για ένα χιλιόμετρο περίπου. Μετά από ένα απαλό λόφο ξεκινούσε να απλώνεται προς τα μέσα. Τελικά υψωνόταν και πάλι σε μία ήρεμη καμπυλωσιά γιά ν? ανταμώσει τους πρόποδες του μοναδικού μακρινού βουνού πάνω στο νησί, πίσω από τον γκρεμό. Έμοιαζε με πλατιά λεωφόρο που κινούσε από τη θάλασσα.

Τράβηξε μέσα του τα κέρατα. Ρούφηξε την ουρά του. Ξεφλούδισε τα λέπια του. Και ο Σατανάς μεταμορφώθηκε στoν αιλουροειδή άγγελο που ήταν κάποτε.

Έγλυψε τα χείλια. "Θεέ μου, τί κάψα!" Η νέα του άλτο φωνή βγήκε βραχνή και

βαθιά σαν αρσενικού.

Βρόντηξαν οι ουρανοί.

"Λέγε λοιπόν!"

Στεκόταν με ανοιχτά τα πόδια, χέρια στη μέση σαν θεόρατος Δίας πάνω σε φουσκωμένα άσπρα σύνεφα, μεγαλοπρεπής επιβλητικός.

"Ω Kύριε!" Ο Σατανάς καταγινόταν με τη γύμνια του. "Σχήμα λόγου, Θεέ μου."

"Δε συμφωνήσαμε εσύ να εξουσιάζεις τον κάτω κόσμο κι Εγώ τον πάνω;"

Θα τον καλοπιάσω τον Γέροντα έχει διαβολεμένο ταμπεραμέντο, σκέφτηκε ο Σατανάς γουρλώνοντας τα μάτια του.

"Μπας και θέλεις κι αυτούς γιά την αφεντιά σου;" ρώτησε ο Παντοδύναμος, και έξαφνα μια σοροκάδα ανακάτεψε του Σατανά τις κόκκινες μπούκλες.

***

Η αύρα δυνάμωνε και τα σύνεφα κουτρουβαλούσαν σα χιονοστιβάδα.

Ο Θεός επιθεώρησε τ? αραγμένα κορμιά, ξαπλωμένα φαρδυά πλατυά δεξιά κι αριστερά. Ψίχουλα σκόρπια πάνω σε Τιτάνα το χρυσό γιαταγάνι, σκέφτηκε. Καμάρωνε την μισοφέγγαρη αμουδιά που βουτούσε και χανόταν σε μιά θάλασσα απο βαθυγάλαζο νερό.

Σκεφτόταν πόσο καθάρια ήταν κάποτε η όψη της Γης. Πως κάποτε όλες οι ακρογιαλιές ομοίαζαν ετούτη.

Πικραναστέναξε, και παρευθύς σκοτείνιασε ο ήλιος.

Βρωμιές από πετρελαιοκηλίδες, οχετούς, απόβλητα οι ίδιες αυτες ακτές και τα πελάγη τώρα.. Αποσκορακισμένα ραδιοενεργά κάνιστρα σαν προτομές από κόμπρες βρίσκονταν σε ωκεάνια βάθη, χύνοντας το δηλητήριό τους μέσα στη ζωή.

Τη ζωή που Αυτός είχε δημιουργήσει, που είχε αγγίξει με το τεράστιο Θείο νύχι Του.

Η Γη.

Η Γη, τότε παλιά, ήταν σαν ένα δροσάτο τραγανιστό μήλο, χάντρες από σταγόνες να κυλούν πάνω της οι ποταμοί. Ο κόσμος βαθιά εδραιωμένος, προφυλαγμένος στη καρδιά της καρδιάς Του. Το χάδι μόσκου πάνω στα δάχτυλα των ποδιών Του τον ανακούφιζε. Στέναζε από χαρά, ευσπλαχνία και χάρη, τότε παλιά.

Θυμόταν πώς τα ζώα, τα δέντρα, οι θάμνοι, τα πουλιά και οι πολύχρωμες πεταλούδες, τα φίκια και οι αστερίες όρμησαν απ? το νού Του, έτσι όπως ακριβώς τα είχε φανταστεί. Τα μικροσκοπικά και τα πελώρια. Τελευταίος ο άνθρωπος, ο ατίμητος λίθος στo στέμμα της Δημιουργίας. Ανάσαινε ο Θεός στα λημέρια τους και θωρούσε τον Εαυτό του σ? αυτά "κατ' εικόνα και ομοίωση".

Και τώρα κοίτα τους.

Μήπως αυτή η παρούσα αισχύνη, αυτή η εντροπία αρχίζει κι? επικρατεί;

Η κοσμολογία, συλλογίστηκε, να τα βάζει με τον Κοσμήτορα της Οικουμένης;

Και τότε ένοιωσε το μέγα κενό.

Αναρωτήθηκε αν ίσως το όλο έργο Του δεν ήταν ένα Θείο σφάλμα.

"Γίνεται να τους κληροδότησα το Θείο σπόρο της ελευθερίας;"

"Ορίστε, Κύριε;"

"ΣΙΩΠΗ!"

Μιά φρικώδης βοή μπουμπούνισε από παντού.

Ξίπασε ο Σατανάς. Ούρλιαξε. Κρουστάλλιασε. Έλιωσε σε μορφή τσούχτρας. Συμπυκνώθηκε ξανά ολοταχώς κι' έγινε δέρμα και οστά. Και κρεμάστηκε ώς μοιραία στον ώμο του Μητς.

?Γιατί; Αχ γιατί διάλεξε εμένα γι' αυτή τη δουλειά;? γουργούρισε ο Σατανάς Άγγελος, και φούντωσε από ομορφιά μέσα στην απόγνωσή του.

Aπό παρεξήγηση, μία στιγμή αισθηματικής προσήλωσης, από ελαφράδα (ο Θεός επέμενε, βαθειά αναλογιζόμενος μέσα Του) και που κληρονόμησαν οι θνητοί ... ο απαγορευμένος καρπός της γνώσης ... κι? αυτός να γίνει η τήβεννος της σοφίας τους;

Η αδυναμία Μου, σκέφτηκε ο Θεός, ήταν ότι δεν είχα ποτέ τη χρήσιμη κι? Εγκόσμια επίγνωση του ... Κακού!

Παγωμένος ιδρώτας τον έλουσε -- κι έπεσε κοτρόνα το χαλάζι στη Γη -- σκεπτόμενος μήπως πάνω στη βιασύνη Του ο γόνος της Καλοσύνης Του απέβη νάναι γέννημα της μοναξιάς Του. Όχι της Αγάπης και του Νόμου Του. Αλλά μία παραχώρηση για χάρη του πειραματισμού, της περιέργειας και της αναζήτησης μέσα στη νιότη Του.

Εφτά δισεκατομύρια χρόνια, όχι εφτά μέρες -- πόσο απλοποιούσαν οι θνητοί το μεγαλείο Του, τόφερναν στα μέτρα τους νοικοκυριό, δάμασμα και σμίλευμα ενός σύμπαντος γιά τον ερχομό της ζωής: πρωτόφαντης, φευγαλέας, απίστευτης. Όλες ήταν προετοιμασίες που άρμοζαν στους καινούριους συντρόφους Του.

Κι? άλλα πέντε δισεκατομύρια γι?α να πλουτίσει τη Γη. Να τη φέρει στο ακριβές συνταίριασμα γιά το ανθρώπινο στύλωμα. Είχε αρχή παιχνιδιού, αντί αυτού η πλάση είχε αναβλύσει. Ξεχείλισε κάτωθέν Του. Αποκόλληθηκε απ? Αυτόν, σαν λευκασημιές νεροφίδες κυλώντας, πιτσιλώντας μπρος από διαρρηγμένο πλακούντα.

Τα μελετούσε.

Πανούργα μάτια. Πονηρά πλατυά μειδιάματα. Κι? ένα κοίταγμα που τρυπούσε κόκκαλο και χύλωνε μεδούλι. Σπινθηροβολούσαν τόλμη κι' αξιοσύνη τα θνητά, κι' επιβίωση!

Τον τρόμαζαν!

Ήταν λιγότερο μία διαδικασία εφαρμογής σχεδίου, και περισσότερο μιά φλογερή σιωπηλή παρόρμηση.

Είχε θαμπωθεί τότε παλιά.

"Τόσο παλιά," είπε ο Δημιουργός. Αναστέναξε, και μεμιάς ο ήλιος σκυθρώπιασε.

***

"Ποντικοκούραδα στις τριακόσιες-πενήντα-μέρες-λιακάδα. Δεν είναι ούτε καν Σεπτέμβρης."

"Πώς!"

Τραντάχτικε η πλάση και τα ψάρια τινάχτικαν στη ξηρά.

"Μη, Κύριε," πρόλαβε να πει ο Άγγελος του Σκότους. Αντιλήφθηκε τότε πως η μετριοφροσύνη του ήταν παρατραβηγμένη.

"Μητς! Βούλωσέ το!" σούρισε.

Είδε όμως να γυαλίζει του Θεού το χάντρινο μάτι. Μιά αλλιώτικη λάμψη στη κόρη του. Ένδειξη που έκανε τον Καταχθόνιο να δαγκώσει τη γλώσσα του.

"Έτσι έγραφε η αφίσα στου Νινίκου Τουρς πριν έξη χρόνια όταν πρωτοήρθα: `Εσπέρα ίσον Τριακόσιες-πενήντα-μέρες-λιακάδα '. Οι φουκαράδες τύχη που την έχουνε."

Θλιμμένος τώρα ο Μητς κοίταξε τον πυράξανθο άγγελο που τριβόταν πάνω του εδώ και πόση ώρα κ' έγνεψε στα ξαπλωμένα ανέμελα κορμιά των ηλιαζόμενων τουριστών. "Γιά φαντάσου νάρθανε τις δεκαπέντε μέρες πούχει μπουρίνη και νεροποντή."

"Πριν έξη χρόνια, Μητς;" γαργάρισε ο Σατανάς.

"Κάπου τόσα. Ήταν αλλιώτικος ο καιρός. Παράδεισος." Στο νεαρό πρόσωπο ξαφνικά τονίστηκαν τα χαρακτηριστικά του καθώς μιά αχτίδα ήλιου πέρασε από το τώρα μαυριδερό σύννεφο και τόφεξε.

Τίποτε το ιδιαίτερο δε το ξεχώριζε στο Μητς. Μελί στρόγγιλα μάτια, ανοιχτοκαστανά μαλλιά κι ένα ισχνό γένι. Θα μπορούσε κάλλιστα κανεις να τον περάσει γιά επαρχιώτη. Κανακάρη κάποιου Αγχελινού κρασέμπορα. Ή γιά εγγονό κάποιου ρασοράφτη απ' τη Χάλκη. "Δε μου λες, με ποιον κουβεντιάζεις τοση ώρα κει πάνω;" ρώτησε τη Σμερνομάτα δίπλα του.

"Τ' ακούς, Κύριε; Τα πράγματα ήταν διαφορετικά." Γύρισε προς το Μητς, "Με το Θεό, ρε Μητς. Με το Θεό. Μπορεί και να σούχω σώσει τον ... το να γλίτωσες την αιωνιότητα αυτή τη στιγμή."

"Δυνατό το πράμα, ε;" Ο Μητς έκανε μια τζούρα και ο Σατανάς διέκρινε μόνο το ασπράδι των ματιών του.

"Αμάν!" Όλες του οι άμυνες μπήκαν σε συναγερμό.

" Εωσφόρε! Τί καπνίζει ο θνητός!" Έκπληξη, δέος και ανάθεμα ...

Ο ουρανός κόχλασε.

Τρελλάθηκε.

Ήταν θεόρατο καζάνι που 'βραζε πίσσα. Ταλαντεύοταν ν' αδειάσει από στιγμή σε στιγμή πάνω στις γυμνές ναρκωμένες σάρκες.

Μαύρα σύνεφα κατρακυλούσαν παντού. Σελάγίζαν φιλντισένιες λάμψεις έναντι στα ασημοκαπνισμένα απομεινάρια του γαλανού στερεώματος σα κυκλώπειες μπουρμπουλήθρες. Πυκνότερο κατράμι σούρωνε ταμάμ κατακόρυφα πάνω από του Μητς τη μαστουρωμένη γκλάβα.

Ο Σατανάς πρασίνισε.

Έσφιξε τα σκέλη του για να κρατηθεί.

Γεύτηκε κόχλασμα από πικρό ιώδιο και στιφή αρμύρα. Μυρουδιά ζεματιστή και αχνιασμένη σα μολυσμένο οξυγόνο.

Εγκυμονούσε σκοτώστρα θύελλα. Δρολάπι που μετατόπιζε τον αέρα που ανέπνεε. Τον αφαιρούσε.

Δεν κάνω πίσω τώρα, σκεύτηκε ο Σατανάς. Τράβηξε βαθειά ανάσα μέσα απο τα σφιγμένα δόντια του. Δεν ανέβηκα δώ πάνω για να σώσω ψυχές.

Να δυναμώσει τον γόνο του. Αυτό ήθελε. Το δυνητικό που έκρυβε το σπέρμα της ελεύθερης βούλησης μέσα στο Μητς.

Πανούργος που ήταν και με τη σαγηνιά που διέθετε θάχε σίγουρα την ανθρωπότητα μέσ' τη χούφτα του.

Παραληρούσε μέσα του, και τα λάγνα του μάτια στραποβολούσαν αμάχη.

Ήθελε το αναζωπύρωμα των τύψεων, όχι αυτή τη κρίση ασυνειδησίας. Ήθελε τον άνθρωπο νάχει επίγνωση του Κακού. Αν δεν ήξερε να ξεχωρίζει το Καλό απ΄το Κακο τότε πώς θα γνώριζε τον πυρόβατο δρόμο προς το Βασίλειό του; Μεράκλωνε ο Σατανάς στη σκέψη του ξέφρενου ρεμπελιού. Στο να σπιρουνιάζει γιά διγνωμία. Ν' ανοίγει παλιομοδίτικες πληγές όπως η λαθρογαμία. Στο να δημιουργεί αυτούς τους χαριτωμένους (αλλά και τόσο κρυπτικούς) τίτλους σαν το 'business administrator', 'business manager' και 'businessman'.

Παθιάζονταν γιά τη παλιά καλή Ματαιοδοξία. Άδραχνε τους πάντες. Σαν κάλή πόρνη είχε πολλά ονόματα. Τώρα τη λέγαν Φιλοδοξία, Κότσια, Θράσος, Ασυδοσία...

Ονειροπολούσε τον πιό ευχάριστο εφιάλτη του ο Αντίθεος. Έβλεπε τρανό φευγιό να σέρνεται μπροστά του. Κι' αυτός να διατάζει να βρούν κι' άλλα καζάνια γιά τα ξοφλημένα.

Να το βουλώσει, το μόνο που ήθελε απο τον Μητς.

Ανακλαδίστηκε ο Σατανάς να φέρει τα πράγματα σε αταξία γιά όνομα του Χάους.

Μέσα στα πολλά ταξίδια και προσωρινές διαμονές του στην επιφάνια, κατάφερε να δει ότι δεν ήταν πως οι θνητοί δεν τον υπολόγιζαν, όχι!

Οι άνθρωποι, απλά, λιγοψυχούσαν πιότερα αντικρίζοντας την ευτέλεια μέσα τους, και το τι μπορούσε να τους φέρει σαυτή τη ζωή, απ' ό,τι ο ίδιος στην άλλη.

Απλούστατα, ο κόσμος φοβόταν περισσότερο για το εδώ και τώρα παρα το 'εκεί' και το 'μετά'.

Γιαυτό σήμερα θέλανε γνωριμίες, την Καινούρια Τάξη, προφυλακτικά, ζωή γιά τη Ρουάντα. Κι όλα άρχισαν όταν ξεφύτρωσαν εκείνοι οι χίπιδες. Και πιό πρόσφατα, οταν μαθέυτηκε οτι εκείνος ο τύπος ο Τίπλερ πληροφορούνταν εμπιστευτικώς κι' ευθέως απο κει 'πάνω' ψηλά.

Ο Σατανάς μούγκρησε και μιά χρυσόμυγα που τον τριγύριζε έπεσε βολίδα στην άμμο. Είχε ανάγκη απο κλασσική και σαφή αμαρτία. Αυτήν ακριβώς που καταδίκαζε το Ευαγγέλιο. Χρειαζόταν θεοφοβούμενους αμαρτωλούς. Όχι αυτες τις μπούρδες, 'ξερίζωμα αμφιβολιών' και 'ψιλή-τεχνολογία-για-ψιλή-ειρήνη'.

"Τα μυστήρια είναι Μυστήριά Μας," γρίλησε και κόντεψε να σκάσει.

Όχι γιάπιδες να κράζουν, "Μοιράστε μερίσματα κι' όχι πολέμους" ή οικολόγους να ξελαρυγγίζονται, "Κράτα καθαρό το γαλανό".

Ήθελε αντί γιά 'Πάτερ ημών...' ''Όζον ημών...' και το πράσινο να γράφει 'In Arms we trust'. Και, γιά όνομα του Σκότους! γρήγορα, η επαναφορά του Τείχους.

"Αυτουνού του πέφτει όλη η δόξα," μουρμούρισε ο Σατανάς, "και σε μένα το άγανο." Ήταν πολλά αυτά που δικαιωματικά ήταν δικά του.

Τα ηλιοψημένα μάγουλά του και τα θηλυκά πετιμεζένια του μάτια, μισοκρυμμένα από εκπληκτικές βλεφαρίδες, ανασηκώθηκαν προς τον Μεγαλοδύναμο.

"Κύριε, ξέρεις πως οι θνητοί φουμάρουν καναβούρι. Ρίχνουν άσπρη. Τραβούν μυτιές 'χιονάτης' και κρακ. Ρουφάνε "έκσταση". Χάφτουν αμφεταμίνες κι ηρεμιστικά κι' ό,τι άλλο χαπάκι τους 'φτιάχνει'.

"Παντογνώστη, είσαι ενήμερος γιά τ' ότι μπεκρολογούν του θανατά, πως καπνίζουν μέχρις να γίνουν οι ίδιοι καπνός, τρώνε ίσαμε να τους φάει το φα'ί'."

Τα είπε και πήρε βαθειά ανάσα.

"Οι άντρες πορνεύονται και οι γυναίκες τους τούς κερατώνουν. Άνδρες μοιχεύουν με άνδρες και οι γυναίκες η μία με την άλλη και θα ξέρεις οπωσδήποτε πως η απάτη σήμερα μέσα στον έγγαμο βίο είναι τόσο ελεύθερη και συνηθισμένη όσο έξω απ' το θεσμό."

Το βαρύπυκνο νεφέλωμα κρεμόταν επίμβουλα πάνω από του Μητς την πρησμένη κούτρα. Ο Σατανάς πρόσεξε πως αυτή τη φορά ο Μητς μόλις και μετά βίας αντιλαμβανόταν την σκοτεινιά να τον απορροφά.

Ο Αντίθεος ένιωσε κατάφωρη λιποψυχία, και τότε ένα ξεθύμασμα θυμού για το αδιάκοπό του ψυχομαχητό τον συνεπήρε.

Λαχτάρησε.

Σφάλισε τα σαγηνευτικά μυγδαλωτά του μάτια σφιχτά, ανασκουμπώθηκε, κι απότομα τ' άνοιξε.

"Κύριε, οι φυλακές είναι τόσο γεμάτες που ξερνάν τσόλι και σκύβαλο πίσω στα σοκάκια. Αστυνομικοί, δικηγόροι, πολιτευτές, γιατροί," κόμπιασε λίγο, "ιερωμένοι, μεταστρέφουν την επισκόπησή τους σε άλλα ... "

"Τί θες να πείς;" o Πλαστουργός βρύχηξε πάνω από τον αφασιακό Μητς, που δεν έλεγε να λασκάρει τη γόπα που κρεμόταν ανάμεσα στα δυό του δάχτυλα.

"Οι εκκλησίες Σου είναι μισογεμάτες τις Κυριακές. Οι δικές μου τα μπαράκια και τα καζίνο και τα καταγώγια είναι τίγκα κάθε μέρα, και χειρότερα απ' τα μπουντρούμια τα βράδια. Για καθένα δικό σου ναό υπάρχουν χίλιοι δικοί μου, Κύριε.

"Τί θέλω να πώ;" Ο Σατανάς έριξε ενα βλέμμα στον Μήτς. Τον είδε έτοιμο να μπατάρει. Τα μακρυά μανικιουρισμένα δάχτυλά του άρχισαν να χτηπούν νευρικά στη γάμπα του.

"Θέλω να πω η πελατεία μου 'κάτω' είναι πολύ λιγότερη απ' ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Μάλιστα ούτε καν αναλογεί, Κύριε. Εννοώ ... εννοώ να, δεν υπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ 'κάτω κει' και δω πάνω άλλο. Παλιά είχα το αδιαχώρητο. Δεν είναι έτσι πιά.

"Κάτι, κάπου δεν πάει καλά...δεν πάει κακά...δεν πάει καν. Οι θνητοί δεν αμαρτάνουν, δεν βεβηλώνουν το Νόμο, από απλή κακία ή ασχετοσύνη ή από ασέβεια προς την ενοχή. Έχουν τύψεις και υποφέρουν, αλλά σιγά-σιγά τακτοποιούν τα πράγματα μόνοι τους. Η Ανομία πιά τους είναι απλά και μόνο μία πρόσθετη αφηρημένη έννοια που έχει τσονταρησθεί στην ήδη μπουκωμένη λίστα παράδοξων, που τους σερβίρουμε με την σέσουλα εδώ και χιλιετίες. Ξεκρέμαστη κι' αυτή. Ούτε καν τη σχολιάζουν πλέον οι γραμματισμένοι, θέλω να καταλήξω. Κι οι θνητοί σήμερα είναι περισσότερο ξεμπροστιασμένοι στην ενημέρωση και στην ειδημοσύνη από άλλοτε ποτέ.

"Ή...ίσως..." Πέταξε τη σπόντα μεταξωτά-μεταξωτά, "μήπως...Κάποιος δεν εκτελεί το μερίδιο των χρεών Του;"

Ένας φονικός ρόδινος κρωσσός ψέκασε το ολόγυρο άπλωμα. Ακούγονταν παντού να σπαρταρούν ηλεκτροστατικά σπινθηρίσματα. Βρομούσε ο τόπος απο μολυσμένο οξυγόνο.

"Με κατηγορείς γιά αποχή! Εμένα!"

Καγκέλωσαν οι τριχες του Σατανά.

Αμμοστροφοδίνες ανάβλυζαν και χοροπηδούσαν παντού. Σβούριζαν στητά πάνω απ' τα ζαβλακωμένα τσίτσιδα κορμιά. Όρμησε τότε καταπάνω τους ένας πουντιάς που το πέρασμα του έμοιαζε με το δρεπάνισμα του Χάρου. Σαν μιά παγερή σκιά απο κάτι το αχανές που μούδιαζε τον χώρο και τον χρόνο. Πέρα, στον απόμακρο ορίζοντα, άρχισε να σκαρφαλώνει ένα τερατώδες παλιρρο'ι'κό κύμα που σωρευόταν σ' ένα άλπειο τείχος.

Σα σφίνες οι αμμόκοκοι καρφώνονταν στου Σατανά τη πλάτη, βαρόντας του έξω την ανάσα. Τώρα, όχι και πολύ μακριά, σύνεφα και νερά ενώθηκαν. Έγιναν ένας ερεβώδης πλατινένιος όγκος-- μιά πνιγηρή συμπίεση θάλασσας κι ουρανού.

Ο Μητς, με ριγμένο το κεφάλι πίσω, μασέλα να κρέμεται, ούρλιαζε σα χτυπημένο σκυλί. Ουρλιαχτό που ο Σατανας παρόμοιο ποτέ του δεν είχε ακούσει.

Αυτό ήταν, σκέφτηκε. Φουκαρά, Μητς.

Ποιός Τον σταματά τώρα; Το εγώ Του είναι το πιό μεγάλο που υπάρχει, και θα τα κάνει γυαλιά καρφιά, μαζί και τον Μητς. Χρειάζομαι χρόνο, αλλιώς...πάει ο Μητς: η μία και μόνη ανόθευτη, ανεπηρρέαστη απ' την εποχή ψύχή, που δίνει μάχη ανάμεσα Αρετής κι' Ακολασίας. Ο Μητς, ο πατροπαράδοτα γνήσιος, ακόμα μη απολωλώς στη μόνο κατ' όνομα και μηχανική δοξολογία, στον οχαδερφισμό. Έπι τέλους, ο λυτρωμένος άνθρωπος. Η τελευταία ευκαιρία ν' ανακαινίσω το Βασίλειό μου και να που μου τα κάνει μούσκεμα Εκείνος.

"Κύριε," είπε ο Σατανάς, με φωνή συριστικού ψιθύρου, "ο θνητός αυτός είναι πρωτείο μοναδικό."

"Τι λες, Τρισκατάρατε!" Οι ουρανοί έτριξαν. "Δεν είναι μαστουρωμένος, οπως όλοι οι άλλοι; Τί το ιδιαίτερο με τον Δημήτριο Καλογείτονα του Διονυσίου και της Αρετούσας; Θα τους σβήσω όλους!"

"Δε με νοιάζουν οι άλλοι," είπε ήρεμα ο Αρχιψεύτης. "Έτσι κι' αλλιως δε θάρθουν κάτω."

"Και ποιός λέει ότι προορίζονται γιά τον Παράδεισο!"

"Ο Μητς όμως, Κύριε, μπορεί...ίσως να 'ναι η εξαίρεση."

***

O Σατανάς χούφτωνε άμμο και την έριχνε πάνω στη ξανθοκόκκινη γύμνια του. "Αυτό προσπαθώ να σου πώ, Κύριε. Σήμερα πεθαίνουν μεν περισσότεροι, αλλά οι ψύχες που μου έρχονται όσο παν και λιγοστεύουν. Και βάζω στοίχημα το ίδιο συμβαίνει και στον Παράδεισο."

"Αλήθεια, ο τελευταίος αιώνας ήταν λίαν λιτός. Νόμιζα πως παραστρατούσαν στα δικά σου λημέρια. Θάναι εκατομμύρια ανεξιχνίαστες--"

"Δισ-εκατομμύρια! Σεισμοί και πλημμύρες στην Ασία κι Αμερική, λιμοί και επιδημίες στην Αφρική, αψιμαχίες και πόλεμοι παντού "

"Στο καθαρτήριο;"

"Όχι. Τόψαξα."

"Τότε πού;" ρώτησε ο Θεός, και φύσηξε ο λεβάντες.

"Απο το τέλος του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, με κορύφωση τη δεκαετία του εξήντα και εξισορρόπηση στη δεκαετία του εβδομήντα, κάποια ώριμη δύναμη έχει εισχωρήσει μεσα στη φύση του Καλού και του Κακού, Κύριε."

"Στη Δημιουργία;" Ο Μεγαλόκαρδος τέντωσε τα απέραντα κάτασπρα φρύδια του πάνω στις τρίχες τους που κούρνιαζαν περιστέρια. "Μα οι Κανόνες Μου είχαν θεμελιωθεί από πολύ πιό πριν."

"Εμείς οι δυό το ξέρουμε. Αυτοί όμως;"

"Λες να το έχουν ξεχάσει; Μήπως αυτές οι μαύρες τρύπες εκείνος ο 'ορίζοντας των γεγονότων' που ανακάλυψαν πρόσφατα, και κείνη η κοσμοχαλασιά περί flower power, make love not war και τα τοιαύτα να τους καταπίνουν;" Ο Σατανας έριξε ένα βλέμμα στο Μητς και τον είδε να παλαντζάρει. "Κύριε, Τί γίνετε αν σταματήσουν να Μας αναγνωρίζουν, να Μας δίνουν πίστωση; Αποθεώσουν τον Leary, Sagan, το CNN, το 'Η Φυσική της Αθανασίας' ; Πως μπορούν η Πίστη και ο Θεοφοβισμός ν' αντέξουν σε τέτοιους χείμαρρους πληροφοριοδότησης, και κατατόπισης, σ' ένα κατακλυσμό γνώσης και έκθεσης στο κάθε τι που άλλοτε ήταν μονάχα απόκρυφό Μας; Γιατί, Κύριε, δεν πυρπολούν άλλο τους επιστήμονες, τους λόγιους και τους δημοσιογράφους; Μήπως πίστεψαν τα θνητά εκείνο που είπες κάποτε;"

"Δηλαδή;"

"Να, 'Και Ως Θεοί Έσεσθε.' "

"ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΩΝ!"

Η θάλασσα φούσκωσε, πρήστηκε και γκρεμίστηκε σα να πήρε τούμπα το Έβερεστ ... Η γη τρέμισε και πλημμύρισε σα σκεμπές ξέχειλος στο άκουσμα αυτής της Αλήθειας. Τώρα τα σύννεφα αναδιπλώθηκαν και πυκνώθηκαν σε τιτάνια αστραπόφεγγα κουβάρια. Έκρυψαν το αντήλιο της μέρας και γόμωσαν το στερέωμα προς όλα τ' αζιμούθιά του.

"Φρικτό!!!" στρίγκλισε ο Μητς αφηνιασμένος.

Ο Σατανάς, που είχε κατάκλειστα τα μάτια του, τον ένιωσε ν' αγκομαχά, να συσπάται και να τινάζεται πέρα-δώθε ασταμάτητα. "Κρατήσου, γιαβρί μου," του φώναξε, "λίγο ακόμα. Μη πας και μου γίνεις στήλη άλατος."

Σε συνέχεια κοίταξε ψηλά, στο χάλι που ήταν ο θόλος, κι' είδε το Θεό να προβάλει απο κάτω.

"Καλά. Εντάξη. Καταλάγιασε. Αν όμως το πίστεψαν;"

"Τότε ... Ξέρεις."

Ο Θεός έγνεψε κατάφαση και το έδαφος κάτω από τον Μητς έκανε ένα "γδούπ" σαν το στερνό χτύπο μιάς νεανικής καρδιάς.

"Όχι!" Ξεφώνισε ο Σατανάς.

"Ναι."

"Άχ, το καημένο," αναστέναξε ο Τρισκατάρατος.

"Θα προτιμούσες τη Νέμεση, τη Πλημμύρα, τα Σόδομα και Γόμορα, ολ' απ' την αρχή; Η θρησκεία, οποιαδήποτε θρησκεία, επισφραγίζεται με την Πίστη ως όρο."

"Γιόκ Πίστη, γιόκ θρησκεία;"

"Ορθόν. Και άνευ θρησκεία...ο Άνθρωπος έπεται."

"Έτσι απελευθερωμένος;" μισομουρμούρισε ο Πεσών Άγγελος, και τα μάτια του έλαμψαν μαύρο φώς.

"Είσαι έτοιμος γιά τον Άνθρωπο, αδέσποτο στον πλανήτη Γη;"

"Αν 'Είμαστε έτοιμοι ... ' " διόρθωσε ο Σατανάς πονηρά.

"Ώστε ο Μητς είναι ο απομείνας Πιστός."

"Ο μόνος και τελευταίος έντιμος της Πίστης, λένε οι πηγές μου. Αλλά προσπαθεί να κακιώσει. Το είδες."

Ο Σατανάς στήριξε τα κότσια του, "Άστον να τα βγάλει πέρα μόνος του, Κύριε. Όχι σαν τον Πρώτο. Να δούμε ποιός θα κερδίσει τη διελκυνστίδα μ' αυτον τον τελευταίο, παστρικά κι' όμορφα. Θα πάρω πίσω ό,τι είπα γιά το Ποιός δεν εκτελεί το μερίδιο των χρεών Του."

"Καθηγητάκος δεν είναι; Ελληνόπουλο που μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Mπορεί και τα καταφέρνει με τα παιδιά. Απροσποίητος, όμως λίγο ωμός, άγαρμπος."

"Αυτός είναι. Έκλείσε η δουλειά;"

"Και βέβαια."

"Να δόσουμε χέρια;"

Ο Θεός λοξοκοίταξε τον Σατανά.

***

Οι ουρανοί χαμογέλασαν. Τα σύννεφα εξατμίσθηκαν. Ο καλοκαιρινός απογευματινός ήλιος έλουζε ξανά μιά ακρογιαλιά σπαρμένη με μπρούτζινα κορμιά. Ο Μητς έπαψε να τρυπά τα χέρια του μέσα στην άμμο για ν' αντιμετωπισει άλλο σεισμό.

Κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τον ήλιο. Όλα ήταν μιά παραίσθηση, σκέφτηκε.

Κοίταξε γύρω του. Η πυρομάλλα του σήκωσε το χέρι από πέρα. Στεκόταν μπροστά σ' ενα τοξοειδές άνοιγμα κάτω από το γκρεμό. Του φύσηξε ένα φιλάκι και με τα δάχτυλά της σχημάτισε το σύμβολο της νίκης καθώς απομακρυνόταν.

Ο Μητς κοκκίνισε αγναντεύοντας το χοροπήδημα των γλουτών της, έτριψε τα μάτια του που έτσουζαν και συνειδητοποίησε όταν τ' άνοιξε πως έγνεφε προς ένα άδειο χώρο.

"Ποτέ ξανά," είπε και σωριάστηκε.

Κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε.

Ονειρεύτηκε ότι έπαιζει πόκερ με δυό περίεργους τύπους. Ένας φορούσε μεταξωτή ρόμπα κι ο άλλος το 'παιζε a la Σποκ, και η παρτίδα που του μοίρασαν ήταν η χειρότερη που μπορούσε.

Όψη απογοήτευσης σκίασε το προσωπο του Μητς. Μιά πικρία, αποκαρδίωση. Σα να του είχαν κλέψει τη χαρά και τη γαλήνη του, που φάνταζε γυμνή στο έλεος όλων ...

Τέλος

 

Βασίλης Αυξεντίου vafx@hol.gr